Είναι κοινή πρακτική πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση μεγάλη ή μικρή, να πρέπει ο ασθενής να εκτιμηθεί και να «λάβει έγκριση» από καρδιολόγο. Πόσο σημαντική είναι όμως αυτή η διαδικασία και κατά πόσο μπορεί να προλάβει επικίνδυνες καταστάσεις στους ασθενείς που πρόκειται να χειρουργηθούν?
Θα πρέπει λοιπόν να επικεντρωθούμε στην διαχείριση των ασθενών, στους οποίους η καρδιακή νόσος αποτελεί πιθανή πηγή επιπλοκών κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης. Ο κίνδυνος περιεγχειρητικών επιπλοκών εξαρτάται από πολλές παραμέτρους που περιλαμβάνουν: την κατάσταση του ασθενούς πριν από την επέμβαση, την ύπαρξη συννοσηροτήτων και το είδος της χειρουργικής επέμβασης (επείγουσα ή μη, βαρύτητα, τύπος και διάρκεια). Το μέγεθος του προβλήματος μπορεί να γίνει αντιληπτό αν αναλογιστεί κανείς ότι έως και το 42% όλων των επιπλοκών στους χειρουργικούς ασθενείς προκαλούνται από καρδιακές επιπλοκές. Στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμφανίζονται τουλάχιστον 167.000 καρδιακές επιπλοκές ετησίως στις χειρουργικές επεμβάσεις, εκ των οποίων οι 19.000 είναι απειλητικές για τη ζωή.
Πως μπορούν λοιπόν αυτές οι δυνητικά επικίνδυνες επιπλοκές να μειωθούν και πως μπορούν οι ασθενείς με ήδη γνωστή καρδιοπάθεια να μπουν στην αναγκαία εγχειρητική κλίνη με την μέγιστη ασφάλεια? Η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική εταιρεία έχει εκδώσει σαφείς οδηγίες για το πως θα πρέπει να προσεγγίζουμε τους ασθενείς που πρόκειται να χειρουργηθούν.
Μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους είναι η ύπαρξη συντονισμένης και εξειδικευμένης ομάδας από χειρουργό, αναισθησιολόγο, καρδιολόγο και ενδεχομένως εντατικολόγο (για τις μεγαλύτερης βαρύτητας επεμβάσεις) που μπορούν ως σύνολο να εκτιμήσουν και να καταστρώσουν το κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο των ασθενών αυτών.
Οι καρδιακές επιπλοκές μετά από μια επέμβαση εξαρτώνται από παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τον ασθενή, με τον τύπο της χειρουργικής επέμβασης και τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται. Οι χειρουργικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον καρδιακό κίνδυνο σχετίζονται με το αν η επέμβαση είναι επείγουσα ή μη, τον τύπο και τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και άλλες παραμέτρους όπως την πιθανή απώλεια αίματος και την ομοιόσταση των υγρών. Κάθε επέμβαση προκαλεί απόκριση σωματικού στρες. Αυτό το στρες αυξάνει τη ζήτηση του μυοκαρδίου σε οξυγόνο και έτσι η καρδιά έχει να ανταποκριθεί σε αυξημένο έργο. Η χειρουργική επέμβαση προκαλεί επίσης αλλαγές στην ισορροπία μεταξύ των παραγόντων πήξης με αύξηση της πιθανότητας δημιουργίας θρόμβων στα στεφανιαία αγγεία. Αυτοί οι παράγοντες, μαζί με τη θέση του ασθενούς, τη θερμοκρασία, την αιμορραγία και τον τύπο της αναισθησίας, μπορεί να συμβάλλουν σε αιμοδυναμικές διαταραχές, που οδηγούν σε ισχαιμία του μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια.
Από τις κατευθυντήριες οδηγίες θα πρέπει:
Να πραγματοποιείται προεγχειρητικά ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας (ΗΚΓ) σε όλους τους ασθενείς.
Να γίνεται λήψη αναλυτικού ιστορικού που θα καταγράφονται μεταξύ άλλων η ύπαρξη ή όχι καρδιολογικού ιστορικού και όλοι οι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου όπως το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία καθώς και η ικανοποιητική ή όχι ρύθμισή τους.
Να γίνεται λήψη οικογενειακού ιστορικού και ειδικά ιστορικού συγγενών καρδιοπαθειών και αιφνίδιων θανάτων στην οικογένεια.
Να πραγματοποιείται πλήρης κλινική εξέταση που μπορεί να αποκαλύψει «σιωπηρά» έως τότε υποκείμενα νοσήματα.
Να γίνεται προσεκτική εκτίμηση και διερεύνηση συμπτωμάτων όπως πόνος στο στήθος ή δύσπνοια κατά την κόπωση. Αν ο ασθενής εμφανίζει ύποπτα συμπτώματα για στηθάγχη και ιδίως πρόσφατης έναρξης το χειρουργείο θα πρέπει να αναβάλλεται μέχρι την διερεύνησής τους.
Να εκτιμάται η λειτουργική ικανότητα του ασθενή (μπορεί να περπατήσει χωρίς συμπτώματα?, να ανέβει σκάλες?, να πραγματοποιήσει σωματική άσκηση?).
Σε ειδικές ομάδες ασθενών θα πρέπει:
Σε ασθενείς με γνωστή στεφανιαία νόσο θα πρέπει να υπάρχει η σκέψη για εκτίμηση με μη επεμβατικό λειτουργικό έλεγχο (stress echo ή σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου). Η ύπαρξη μιας τέτοιας λειτουργικής δοκιμασίας που είναι αρνητική για ισχαιμία μειώνει πολύ τον διεγχειρητικό καρδιακό κίνδυνο.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακά ή αντιπηκτικά φαρμάκων θα πρέπει η διακοπή τους ή όχι να ζυγίζεται ανάλογα με τον κίνδυνο τόσο την αιμορραγίας όσο και της θρόμβωσης. Τόσο οι βαριές αιμορραγίες όσο και οι θρομβώσεις (πχ των μεταλλικών βαλβίδων ή προσφάτων τοποθετημένων ενδοστεφανιαίων stent) είναι καταστάσεις με συχνά καταστροφικές συνέπειες.
Σε ασθενείς με γνωστή καρδιοπάθεια, παθολογική κλινική εξέταση ή με πολλούς παράγοντες κινδύνου θα πρέπει να προτείνεται η διενέργεια υπερηχοκαρδιογραφήματος.
Η διενέργεια της προεγχειρητικής, διεγχειρητικής αλλά και μετεγχειρητικής εκτίμησης από πλήρη ιατρικά team όλων των αναγκαίων ειδικοτήτων που έχουν την κατάλληλη εξειδίκευση και γνώσεις, καθώς και την δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ τους μπορεί να βελτιώσει και την ασφάλεια αλλά και την προοπτική των εγχειρητικών ασθενών.
Στην Γενική Κλινική Πειραιώς Ιπποκράτης μια τέτοια συνεργασία του χειρουργικού, αναισθησιολογικού και καρδιολογικού τομέα είναι η προτεραιότητά μας για την πιο άρτια και ασφαλή επιστημονική προσέγγιση των εγχειρητικών ασθενών μας.