Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί σοβαρό υγειονομικό πρόβλημα παγκοσμίως λόγω του ότι είναι εξαιρετικά συχνή (περίπου 25-35% του πληθυσμού των ενηλίκων), έχει χαμηλό ποσοστό επαρκούς ρύθμισης (περίπου 40% των υπερτασικών) και υψηλό κόστος για το Εθνικά Συστήματα Υγείας. Ανήκει στους παράγοντες που αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και συχνά συνδυάζεται και με άλλους παράγοντες όπως η δυσλιπιδαιμία (65%), παχυσαρκία (50%), κάπνισμα (30%), σακχαρώδης διαβήτης (17%) κλπ.
Η αρτηριακή πίεση είναι ουσιαστικά η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα του καρδιαγγειακού συστήματος. Υπεύθυνες για τη διαμόρφωσή της, μεταξύ άλλων, είναι η καρδιά καθώς και η κατάσταση του υπόλοιπου αγγειακού συστήματος. Έτσι, όταν η καρδιά συσπάται και διώχνει το αίμα, διαμορφώνει τη συστολική πίεση (μεγάλη), ενώ όταν διαστέλλεται και γεμίζει με αίμα, διαμορφώνει τη διαστολική πίεση (μικρή). Όταν η αρτηριακή πίεση ξεπεράσει καθορισμένα όρια, τότε αναφερόμαστε στην αρτηριακή υπέρταση.
Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης γίνεται με το πιεσόμετρο, είτε το κλασσικό (μηχανικό, υδραργυρικό) είτε το ηλεκτρονικό -υπάρχουν ηλεκτρονικά πιεσόμετρα ελεγμένα και εγκεκριμένα από την επιστημονική κοινότητα, τα οποία και θα πρέπει να προτιμούνται. Μονάδα μέτρησης της αρτηριακής πίεσης είναι τα mmHg (millimeter στήλης υδραργύρου). Η ορθή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης επιβάλλει μία σειρά από προϋποθέσεις:
Ασθενής καθιστός ή ξαπλωμένος σε ήρεμο περιβάλλον για περίπου 5 λεπτά.
Η θέση εφαρμογής της περιχειρίδας (αεροθάλαμος-φούσκα), θα πρέπει να βρίσκεται στο ύψος της καρδιάς και ακίνητη.
Στο κέντρο της περιχειρίδας υπάρχει ένα σημάδι που πρέπει να εφαρμόζεται στη θέση που είναι ψηλαφητός ο σφυγμός.
Η περιχειρίδα πρέπει να φουσκώνει έως τα 200-220mmHg και να ξεφουσκώνει με ταχύτητα περίπου 3mmHg/δευτερόλεπτο.
Εναλλακτικός τρόπος μέτρησης της αρτηριακής πίεσης είναι η 24ωρη καταγραφή της αρτηριακής πίεσης (Holter πίεσης). Το Holter πίεσης εφαρμόζεται από το θεράποντα καρδιολόγο και καταγράφει την πίεση του ασθενή σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Η μέθοδος έχει ορισμένα βασικά πλεονεκτήματα. Δεδομένου ότι η αρτηριακή πίεση αλλάζει συνεχώς μέσα στη διάρκεια της ημέρας, είναι η καλύτερη μέθοδος ανάδειξης της υπέρτασης. Αποκλείει το φαινόμενο της «πίεσης της λευκής μπλούζας» (αυξημένη πίεση λόγω της παρουσίας του ιατρού). Περιορίζει τα σφάλματα κατά τη διάρκεια της μέτρησης. Τέλος, καταγράφει την πίεση και κατά τη διάρκεια της νύχτας, που έχει τεράστια σημασία για την καλύτερη ρύθμιση του θεραπευτικού σχήματος.
Τα όρια της αρτηριακής πίεσης, όπως αυτά έχουν καθοριστεί από την επιστημονική κοινότητα, φαίνονται στον πίνακα (ο πρώτος αριθμός αφορά στη μεγάλη-συστολική πίεση και ο δεύτερος στη μικρή-διαστολική πίεση):
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έννοια της υψηλής φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης που χαρακτηρίζει άτομα με αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν επίσημη αρτηριακή υπέρταση στο μέλλον. Σε αυτή την κατηγορία, έχει τεράστια σημασία η αλλαγή των συνηθειών διαβίωσης (διακοπή αλατιού, διακοπή καπνίσματος, περιορισμός αλκοόλ, απώλεια σωματικού βάρους και αεροβική άσκηση) και όχι η έναρξη φαρμακευτικής θεραπείας. Επιπλέον, το όριο της υπέρτασης σε ασθενείς ηλικίας άνω των 80 ετών έχει πλέον μετακινηθεί στα 150/90mmHg, ενώ οι στόχοι της θεραπείας καθορίζονται και από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ασθενή και πάντοτε σε συνεργασία με το θεράποντα ιατρό.
Η αρτηριακή υπέρταση στην πλειοψηφία της (>95%) δε σχετίζεται με την παρουσία υποκείμενης νόσου, οπότε και χαρακτηρίζεται ιδιοπαθής ή πρωτοπαθής. Σπανιότερα (<5%) συνδυάζεται με ποικιλία νοσημάτων (νεφρών, επινεφριδίων, ενδοκρινών αδένων, συγγενών ανωμαλιών καρδιαγγειακού, κεντρικού νευρικού συστήματος, στρες, παχυσαρκία κλπ) και λήψη φαρμάκων, οπότε και χαρακτηρίζεται δευτεροπαθής. Όσο μικρότερη είναι η ηλικία του ασθενή, όσο υψηλότερη η τιμή της πίεσης και όσο πιο ανθεκτική η υπέρταση στη θεραπεία, τόσο υψηλότερη είναι και η πιθανότητα δευτεροπαθούς υπέρτασης και πιο εκτεταμένος ο απαιτούμενος κλινικο-εργαστηριακός έλεγχος.
Η αρτηριακή υπέρταση ευθύνεται για βλάβες σε διάφορα όργανα (όργανα στόχοι). Αυτές αφορούν στην καρδιά, τα αγγεία, τους νεφρούς, τον εγκέφαλο και τους οφθαλμούς. Έτσι, η παρακολούθηση του υπερτασικού ασθενή πρέπει να περιλαμβάνει και ειδικό έλεγχο των παραπάνω οργάνων (triplex καρδιάς, triplex καρωτίδων, έλεγχο νεφρικής λειτουργίας, βυθοσκόπηση κλπ). Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως στον έλεγχο της υπέρτασης μπορεί να αναμιχθούν περισσότερες της μιας ιατρικές ειδικότητες.
Η θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης, σε κάθε περίπτωση και ηλικία, θα πρέπει να ξεκινάει με αλλαγή των υγιεινοδιαιτητικών συνηθειών. Πιο συγκεκριμένα επιβάλλονται:
H μείωση του σωματικού βάρους (η απώλεια 10Kg μπορεί να περιορίσει την αρτηριακή πίεση έως και 20mmHg)
Η επιλογή της μεσογειακής ως μοντέλου διατροφής (μπορεί να περιορίσει την αρτηριακή πίεση έως και 15mmHg)
Ο περιορισμός της πρόσληψης αλατιού – και του κρυφού εντός των αλατισμένων προϊόντων (μπορεί να περιορίσει την πίεση έως και 8mmHg)
Η διακοπή του καπνίσματος
Ο περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ
Η αεροβική άσκηση (βάδισμα, κολύμπι, ποδηλασία κλπ)
Σήμερα υπάρχει πληθώρα αντιϋπερτασικών φαρμάκων (διουρητικά, ανταγωνιστές του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου, αναστολείς των β΄ αδρενεργικών υποδοχέων κλπ), που είναι χρήσιμα τόσο για τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης όσο και για την προστασία από τις βλάβες στα όργανα-στόχους. Ο καταλληλότερος φαρμακευτικός συνδυασμός βασίζεται στα χαρακτηριστικά του ασθενή (ηλικία, φύλο, φυλή κλπ), τα συνοδά νοσήματα και την ανοχή στη θεραπεία. Στις περιπτώσεις δευτεροπαθούς αρτηριακής υπέρτασης πρωταρχικός στόχος είναι η αντιμετώπιση της υποκείμενης ασθένειας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και επεμβατικές μέθοδοι αντιμετώπισης της αρτηριακής υπέρτασης (διέγερση τασεοϋποδοχέων των καρωτιδικών κόλπων, απονεύρωση των νεφρικών αρτηριών). Οι μέθοδοι αυτές βρίσκονται σε ποικίλα στάδια εξέλιξης και έρευνας. Επί του παρόντος, περιορίζονται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που αποδεδειγμένα δεν υπάρχει αποτελεσματικός φαρμακευτικός συνδυασμός για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης και υπό ειδικές συνθήκες και προϋποθέσεις.